- φωλεούς
- φωλεόςdenmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VULPES — I. VULPES Varroni quasi volipes, melius ex Graeco ἀλώπηξ, quod παρὰ τὸ ἀλᾷν τὸν ὦπα quia per ambages et gyros cursitando fallit quasi oculos, adeoque, ut ait Philosophus, Histor. animal. l. 1. c. 1. animal est πανοῦργον καὶ κακοῦργον. Unde ἀλιτρὴ … Hofmann J. Lexicon universale
χρυσόσωρος — ον, Μ αυτός που έχει σωρούς από χρυσάφι («μύρμηκες χρυσωρύχοι... τοὺς φωλεοὺς τοὺς ἑαυτῶν ἔχουσι χρυσοσώρους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σωρός (πρβλ. πολύ σωρος)] … Dictionary of Greek